- πενεστικός
- πενεστ-ικός, ή, όν,A in the state of a πενέστης, τὸ Θετταλῶν π. ἔθνος the caste of serfs, Pl.Lg.776d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενεστικός — ή, όν, Α [πενέστης] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα τού πενέστη 2. φρ. «τὸ Θετταλῶν πενεστικὸν ἔθνος» η τάξη τών πενεστών στη Θεσσαλία … Dictionary of Greek
πενεστικόν — πενεστικός in the state of a masc acc sg πενεστικός in the state of a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՏՆԱՆԿԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0883 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ՏՆԱՆԿ. πενεστικός. *Թէտաղացւոցն իսկ տնանկական ազգն. Պղատ. օրին. ՟Զ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)